Πήραν να φεύγουν οι βραδιές στους δρόμους του Βαρδάρη.
Μιαν άναρχη υπόσταση το είναι μου ορίζει.
Το αλλόκοτο παράπονο της νύχτας ποιος να πάρει;
Της μιας στιγμούλας τη χαρά σε μένα ποιος δωρίζει..
Αρχίζει η πόλη να ξυπνά,λουφάζει η λαχτάρα..
Πράταιρη,παράκαιρη,φαντάζει η λογική μου.
Φύσηξε μπάτης και μεμιάς σκορπίστηκε η αντάρα.
Πώς να κρυφτεί η γύμνια που μαστίζει την ψυχή μου;
Μα διάλεξε η μοίρα να'μαι εγώ και όχι κάποιαν άλλη.
Δε μετανιώνω,δεν πονώ,κανένας δε με ορίζει.
Ρουφώ το έαρ..Κοινωνώ τη μέθη τη μεγάλη..
Ίδια με μένα η ηδονή,το σώμα μου αγγίζει..
Χίλια κομμάτια ο δισταγμός,χιλιάδες βολτ ο πόθος.
Απόψε σου χαρίστηκα και έγινα δική σου.
Έμεινε ο φόβος να κοιτά,ανόητος και νόθος,
καθώς ρουφάω τη ζωή επάνω στο κορμί σου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου